- ἐπιβατοῦ
- ἐπιβατόςthat can be climbedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβάτου — ἐπιβάτης one who mounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)